- γλύφανο
- burin
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γλύφανο — το (Α γλύφανος, ο) [γλύφω] εργαλείο με το οποίο ο γλύπτης λαξεύει μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο κ.λπ. αρχ. είδος μαχαιριού, σουγιάς … Dictionary of Greek
γλύφανο — το εργαλείο με το οποίο λαξεύονται τα σκληρά υλικά, σμίλη, γλυφίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυφανίζω — [γλύφανο] επεξεργάζομαι κάτι με το γλύφανο … Dictionary of Greek
γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… … Dictionary of Greek
γλυφή — η (AM γλυφή) [γλύφω] 1. σκάλισμα, γλυπτή παράσταση 2. (για σφραγίδα) έμβλημα·|| αρχ. τρύπα ή εγκοπή που έχει ανοιχτεί με γλύφανο … Dictionary of Greek
γλυφίδα — η (AM γλυφίς) [γλύφω] το γλύφανο νεοελλ. διακοσμητική προεξοχή αρχ. 1. αιχμή βέλους 2. βέλος 3. κιονόκρανο … Dictionary of Greek
γλυφείον — γλυφεῑον, το (Α) το γλύφανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλύφω ή < γλυφεύς] … Dictionary of Greek
γλύφτης — ο το γλύφανο … Dictionary of Greek
γλύφω — (AM γλύφω) 1. λαξεύω με γλύφανο σκληρή ύλη, σκαλίζω 2. χαράσσω διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη αρχ. Ι. καταγράφω («γλύφων τόκους» για τον τοκογλύφο που καταγράφει λεπτομερώς τί τού χρωστάνε) II. γλύφομαι 1. βάζω κάποιον άλλο να κάνει… … Dictionary of Greek
εκγλύφω — (AM ἐκγλύφω) καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα μσν. φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ» τού έβγαλαν τα μάτια) αρχ. εκκολάπτω, ξεπουλιάζω … Dictionary of Greek
εκφανής — ές (AM ἐκφανής, ές) 1. αυτός που εξέχει ανάμεσα στους άλλους ώστε να φαίνεται καλά, ο φανερός, ο εναργής, ο σαφής 2. επιφανής, περιφανής, ένδοξος, περίφημος αρχ. Ι. 1. αυτός που φανερώνει τον εαυτό του, κατάδηλος, σαφής 2. ως ουσ. τὰ ἐκφανῆ… … Dictionary of Greek